Της
Κατερίνας Λιβιτσάνου-Ντάνου
Τον Μάρτιο του 2023 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ άλλο ένα βιβλίο του Θεόδωρου Σ. Γεωργάκη. Πρόκειται για την ποιητική συλλογή με τίτλο «Οδός Αλισάχνης», με εντυπωσιακό εξώφυλλο, στο οπισθόφυλλο της οποίας υπάρχουν και στίχοι, που δικαιολογούν τον τίτλο του βιβλίου «Κι έρχοσουν θάλασσα, κάτω με ωροσούν / τα καλβάλατα εστιθή, λιονταρωμένη!». Κι άπλωσα / τα χέρια μου στο στήθος μου να σε αγγίξω… Μα μόνο η αλυσάχνη / έμεινε στα χείλη μου… ίσα με τις αρθρώσεις, το γάλα / … / Γαλάζιο άγγελο της μέθης, δάνεισέ μου τα φτερά σου / πέρα από το όνειρο να πετάξω, ψυχή γαλάζια και / ονειρεύομαι αμάλγαμα θεϊκή μου θάλασσα…».
Η συλλογή είναι αφιερωμένη στον εγγονό του Χάρη Γεωργάκη και τα περιεχόμενα ακολουθεί ο πρόλογος του δασκάλου-ποιητή Μιχάλη Παπαδάκη, όπου μεταξύ άλλων επισημαίνονται τα εξής: η αγάπη του Θ.Σ. Ο Γεωργάκης για την πατρίδα του, τις επιρροές του, τη θεματολογία του, τις τεχνικές του «παντρεύει τη λαογραφία με την ιστορία και την ποίηση, τα ουσιαστικά συνοδεύονται από πρωτότυπα σύνθετα επίθετα, χρησιμοποιεί α» και β» πρόσωπο στα ρήματα, δίνοντας αμεσότητα και ζωντάνια, οι επιταγές του σπρώχνουν να συμμετέχουμε κι εμείς…» .
Τότε έχουμε τρεις θεματικούς κύκλους. ΚΥΚΛΟΣ 1 εδώ ο ποιητής ζει στη Λευκάδα και καταπιάνεται με αρκετά θέματα που τον απασχολούν: είναι η Ιθάκη του και όπου κι αν πάει σκέφτεται την ώρα που θα επιστρέψει στα εδάφη της. Τα φυσικά τοπία του νησιού περιγράφονται με εντυπωσιακό τρόπο, με πολλές εικόνες και άλλα σχήματα λόγου.
Με το νανούρισμα εκφράζεται τρυφερά για τον εγγονό του, υμνεί τους μεγάλους Λευκαδίτες ποιητές Βαλαωρίτη και Σικελιανό, εντυπωσιάζεται από το ηλιοβασίλεμα, θαυμάζει την ομορφιά και την τόλμη του κυκλάμινο, θυμάται την προσφορά και το ήθος του δασκάλου του Κώστα Φωτεινού. μιλάει για την αγγελική Αρετούσα , για την Ελένη, την Παναγία, τη μάνα του – τη μάνα μας, την Αγιομαυρίτισσα «γεμίζει το μυαλό μου Αγιομαυρίτισσα, οι ομορφιές σου σαν / το ομολογώ». Θυμάται τα μεσημέρια του Αγίου Ιωάννη, τις φωτιές του Αϊ-Γιάννη, τους φύλακες του νησιού (τον ήλιο, τη θάλασσα και την πέτρα).
ΚΥΚΛΟΣ 2 εδώ φεύγει από το νησί και ασχολείται με ζητήματα που αφορούν τη χώρα μας και τον άνθρωπο γενικότερα: εκφράζει την επιθυμία όλων να επιστρέψει μια μέρα από εκεί που ξεκίνησε (νόστιμον ήμααρ), υμνεί τη γη του Κόδρου, απαγγέλλει μια ωδή στον Μίκη Θεοδωράκη. συγκλονισμένος από τη σφαγή στα Καλάβρυτα στις 13 Δεκεμβρίου 1943 «οι καιροί περνούν, αλλά αυτό το μαρτύριο / ψυχή, κι αν περάσουν αιώνες, δεν θα σβήσει ποτέ…»
Αναφέρεται επίσης στον διπλό εορτασμό της 25ης Μαρτίου, εμπνέεται από το Φθινόπωρο, θαυμάζει τους ανθρώπους που αγωνίζονται, μας θυμίζει το συρματόπλεγμα που περιορίζει την ελευθερία, προτρέπει την ενότητα και την αδελφότητα «ο δρόμος της αδελφοσύνης στα λιοντάρια / αφήστε την πατρίδα σας να κάψει μια αιώνια αιώνιος πυρσός…» .
ΚΥΚΛΟΣ 3 που μπλέκει με τον χρόνο, αυτός που γρήγορα περνά και αφήνει πίσω σου θυμήθηκε: οι Σφακιώτες τότε και τώρα, οι βόλτες της Εγκλούβης, οι σπ(υ)ροδιαλέχτρες και οι καρυάτιδες με αλάτι, το πηγάδι του Φρύα, οι λεβέντες χοροί στο τα πανηγύρια, η αναφορά στους νεκρούς του Αφιόν Καραχισάρ, η αξία του ψωμιού, η μνήμη του Ψυχοσάββατου και ο σεβασμός στους νεκρούς, το αίτημα στον χρόνο να γυρίσει πίσω «Γύρνα πίσω σε μένα, άνοιξες και τα καλοκαίρια μου, τις / μοναδικές στιγμές της πρώτης μου παραμυθένιας ζωής…».
Τέλος, στο ομότιτλο ποίημα ΟΔΟΣ ΑΛΙΣΑΧΝΗΣ αναφέρει “νησί μου Λευκάδα! Λαμπρό οχυρό του / πνεύματος, ομορφιά της παρθένας φύσης / … / η πατρίδα μου Ελλάδα! Ένα υπαρξιακό στημόνι. / Διαμαντένιο υφάδι στη ζωή ο αργαλειός …».
Είναι σαφές ότι ο Θ. Ο Σ. Γεωργάκης εκφράζεται σε αυτό το βιβλίο με μεγάλη αίσθηση για τον τόπο του, χρησιμοποιώντας έναν ιδιαίτερο τρόπο γραφής, με εμφανείς επιρροές από τους μεγάλους μας ποιητές, τους Βαλαωρίτες και τους Σικελούς.
Διακρίνω τη συνέχεια στο έργο του, μένοντας στους στίχους του ποιήματος ΠΟΡΕΙΑ (σελ. 113) «Ποτέ δεν παρεκτράπηκα από το μονοπάτι / Ο Φειδίας σμίλεψε τους ατσαλένιους νευρώνες μου / στο καθήκον το άροτρο θερμαίνεται η ψυχή μου / θυσία, προσφορά, αγάπη στα σπλάχνα μου. καίγεται! / Αντιδώρο; / Ένα αδυνατισμένο κερί στις καρδιές σας να εξατμιστεί…».
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΒΙΤΣΑΝΟΥ ΝΤΑΝΟΥ